ψευδοδυσεντερία — η, Ν ιατρ. εντερική νόσος που εμφανίζει συμπτώματα ανάλογα με τής δυσεντερίας, χωρίς να οφείλεται όμως στο παθογόνο αίτιο τής δυσεντερίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + δυσεντερία. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pseudodysentery < pseudo (<… … Dictionary of Greek
ατοξίνη — Μικροβιακή τοξίνη που έχει χάσει την τοξική της ισχύ, αλλά διατηρεί τις αντιγονικές και ανοσοποιητικές της ιδιότητες. Λέγεται και ανατοξίνη. Το αβλαβές αυτό παράγωγο της τοξίνης μάς προσφέρεται, όταν τροποποιηθεί η τοξίνη με φορμαλίνη και… … Dictionary of Greek
δυσεντερία — Νόσος του παχέος εντέρου που χαρακτηρίζεται από πόνους στην κοιλιά και βλεννώδεις ή βλεννοαιματηρές κενώσεις. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται σε πολλές αιτίες, αλλά οι συνηθέστερες είναι η αμοιβάδωση του εντέρου, η ελκωτική κολίτιδα και η … Dictionary of Greek
εμετίνη — Αλκαλοειδές του τύπου C29H40O4N2, που λαμβάνεται από τις ρίζες ιπεκακουάνα. Σχηματίζει μια άσπρη, άμορφη σκόνη, που έχει σημείο τήξης 74°C, είναι λίγο διαλυτή στο νερό και ευδιάλυτη στην αλκοόλη, στον αιθέρα ή στο χλωροφόρμιο. Η ε.… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
οπουντία — (opuntia). Γένος φυτών της οικογένειας των κακτιδών, που αριθμεί περισσότερα από 100 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής. Ο βλαστός τους έχει φύματα αγκαθωτά και τα άνθη τους είναι μεγάλα με στρογγυλή στεφάνη. Το κυριότερο είδος είναι η… … Dictionary of Greek
ουραγωγός — (οοραγωγός η ιπεκακουάνα). Φυτό της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), ριζωματώδες, ημιαναρριχώμενο, αυτοφυές στα δάση της Βραζιλίας. Τα αντίθετα αειθαλή φύλλα του είναι λεία, γυαλιστερά στην άνω επιφάνεια και ελαφρά χνουδωτά στην κάτω. Τα … Dictionary of Greek
παρομομυκίνη — η (φαρμ.) αντιβιοτικό ευρέος φάσματος, αποτελεσματικό στη θεραπεία τής αμοιβαδικής δυσεντερίας … Dictionary of Greek
υπεραιμία — (Ιατρ.). Η υπερβολική συρροή αίματος σε κάποιο όργανο ή σε μέρος ενός οργάνου. Η υ. προϋποθέτει μόνιμη ή παροδική διαταραχή της κυκλοφορίας που προέρχεται εξαιτίας καρδιακής ή πνευμονικής πάθησης ή εξαιτίας πάθησης του πεπτικού συστήματος,… … Dictionary of Greek
χλωρομυκητίνη — Αντιμικροβιακή ουσία (αντιβιοτικό), που αποτελεί προϊόν της δραστηριότητας μικροοργανισμού, γνωστού με την επιστημονική λατινική ονομασία streptomyces veneruelae. Η χ. αποτελείται από άχρωμους κρύσταλλους με πικρή γεύση και δυσδιάλυτους στο νερό … Dictionary of Greek